- μπελαλής
- οαυτός που προκαλεί μπελάδες, μπελαλίδικος, ενοχλητικός: Μην μπλέκεις μαζί του, είναι μπελαλής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μπελαλής — ο, θηλ. μπελαλού και ίδισσα αυτός που προξενεί μπελάδες, άνθρωπος ενοχλητικός, δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. belali] … Dictionary of Greek
μπελαλοδουλειά — η 1. δύσκολη δουλειά 2. περίπλοκη κατάσταση που προξενεί μπελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπελαλής + δουλειά] … Dictionary of Greek
belaliu — BELALÍU, ÍE, belalii, adj. (reg.) 1. Dificil, greu. 2. Mofturos, năzuros, capricios. – Din tc. belâli. Trimis de paula, 02.06.2002. Sursa: DEX 98 belalíu adj. m., f. belalíe; pl. m … Dicționar Român